μπεκρολογώ

μπεκρολογώ
μπεκρουλιάζω (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπεκρολογώ — άω μεθοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + λογώ*] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • δακρυλογώ — ( άω) σταγόνα σταγόνα, βγάζω υγρό σαν δάκρυ («χάραξαν το πεύκο και δακρυλογά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + λογώ < λόγος < λέγω (πρβλ. δροσολογώ, μπεκρολογώ, τσιμπολογώ, ψοφολογώ)] …   Dictionary of Greek

  • διψολογώ — 1. διψώ συνεχώς, υποφέρω από δίψα 2. (για γη) είμαι κατάξερος, έχω ανάγκη ποτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίψα + λογώ < λόγος (πρβλ. δροσολογώ, μπεκρολογώ, τσιμπολογώ)] …   Dictionary of Greek

  • μπεκρολόγημα — και μπεκρολόι, το υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, μεθοκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < μπεκρολόγημα < μπεκρολογώ. Ο τ. μπεκρολόι < μπεκρής + λόι*] …   Dictionary of Greek

  • μπεκρουλιάζω — κάνω υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, μπεκρολογώ, μεθοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + υποκορ. κατάλ. ουλιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”